οπαδός

οπαδός
ο, η (Α ὀπαδός, ιων. τ. ὀπηδός)
αυτός που συμπορεύεται, συνοδοιπόρος, ακόλουθος
νεοελλ.
αυτός που αποδέχεται και ακολουθεί τις πολιτικές ή κοινωνικές ή φιλοσοφικές ιδέες κάποιου, θιασώτης
αρχ.
1. σωματοφύλακας («ἐμοὶ δ' ὀπαδοὺς τούσδε καὶ δορυσσόους», Αισχύλ.)
2. ως επίθ. αυτός που συνοδεύει και υπηρετεί κάποιον, θεράπων («πτεροῑς ὀπαδοῑς ὕπνου κελεύθοις», Αισχύλ.)
3. φρ. «τέκνων ὀπαδός» — παιδαγωγός (Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. οπάζω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • οπαδός — ο 1. ακόλουθος, συμπαραστάτης, σύντροφος. 2. ομοϊδεάτης, θιασώτης, υπέρμαχος, υποστηριχτής: Οι οπαδοί του κόμματος, της θεωρίας κτλ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὀπαδός — ὀπᾱδός , ὀπηδός attendant masc/fem nom sg (doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μουσουλμάνος — Οπαδός της ισλαμικής θρησκείας. Η λέξη προέρχεται από την αραβική μούσλιμ, μετοχή του ρήματος άσλαμα, που σημαίνει «παραδίδομαι στον θεό»· κατά συνέπεια, μουσουλμάνος σημαίνει «αυτός που παραδίδεται στον θεό, αυτός που δέχεται το Ισλάμ» (την… …   Dictionary of Greek

  • πατρόφιλος — Οπαδός του αρειανισμού που ανέπτυξε τη δράση του τον 4o αι. και ο οποίος είχε γράψει επιστολή στον επίσκοπο Aλεξανδρείας Αλέξανδρο με την οποία υπερασπιζόταν τον ‘Aρειο. Ο Π. καταγόταν από τη Σκυθόπολη, όπου είχε πολλούς ομοϊδεάτες. Το γεγονός… …   Dictionary of Greek

  • πραγματιστής ο — οπαδός του πραγματισμού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • αλλόδοξος — η, ο (Α ἀλλόδοξος, ον) νεοελλ. 1. οπαδός άλλης θρησκείας, αλλόθρησκος 2. οπαδός άλλου θρησκευτικού δόγματος, ετερόδοξος αρχ. 1. αυτός που έχει διαφορετική ή σφαλερή αντίληψη για κάτι 2. οπαδός άλλης σχολής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλλο * + δοξος < δόξα …   Dictionary of Greek

  • Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… …   Dictionary of Greek

  • Ιωάννης — I (Juan).Όνομα δύο βασιλιάδων της Αραγονίας. 1. I. A’ (1350 – 1395). Βασιλιάς της Αραγονίας (1387 95). Ήταν γιος του Πέτρου Δ’, που άφησε τη διακυβέρνηση του κράτους του στη σύζυγό του, Γιολάνδη. Ο Ι. Α’ προστάτευσε τις τέχνες και τα γράμματα,… …   Dictionary of Greek

  • Πλάτων — I Έλληνας φιλόσοφος (Αθήνα ή Αίγινα 428/427 π.Χ. – Αθήνα 348/347). Κατά την παράδοση, το αληθινό του όνομα ήταν Αριστοκλής, όπως και του παππού του, και μόνο πολύ αργότερα ονομάστηκε Πλάτων, εξαιτίας του πλάτους των ώμων του. Η ζωή του. Γόνος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”